ItalianoGreco


mìsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmisto]

1 ανάμειξη
2 ανακάτεμα
3 κράμα
4 κράση
5 μείγμα

mìsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmisto]

1 (classe, gruppo) μικτός (-ή, -ό), μεικτός (-ή, -ό)
2 (insalata, grigliata) ανάμεικτος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---