moltiplicàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkare]
πολλαπλασιάζω
moltiplicarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkarsi]
1 τεκνοποιώ
2 πολλαπλασιάζομαι
3 παράγω
4 αναπαράγω
5 πληθαίνω
6 αναπαράγομαι
7 γεννώ
8 εντείνω τις προσπάθειες
9 εξαπλώνομαι
10 διαδίδομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkare]
πολλαπλασιάζω
moltiplicarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkarsi]
1 τεκνοποιώ
2 πολλαπλασιάζομαι
3 παράγω
4 αναπαράγω
5 πληθαίνω
6 αναπαράγομαι
7 γεννώ
8 εντείνω τις προσπάθειες
9 εξαπλώνομαι
10 διαδίδομαι
permalink
moltiplicare (ρ. μτβ.)
moltiplicarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android