ItalianoGreco


mólto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmolto]

πολύς (πολλή, πολύ)

mólto  
αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈmolto]

πολύς

mólto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈmolto]

πολύ


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere ancora molto tempo = έχω μέλλον || caffè [αρσ.] molto dolce = ο καφές βαρύγλυκος || è molto divertente = έχει πολύ γούστο || lo conosco molto bene = του τα ήπα απ' την καλή || moltissimo = για τα καλά || molto piacere! [αρσ.] = χαίρω πολύ, χάρικα πολύ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z