momentàneo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [momenˈtaneo]
1 στιγμιαίος
2 μεταβατικός
3 παροδικός
4 περαστικός
5 βραχύβιος
6 ημερόβιος
7 ολιγόζωος
8 μικρόβιος
9 πρόσκαιρος
10 εφήμερος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [momenˈtaneo]
1 στιγμιαίος
2 μεταβατικός
3 παροδικός
4 περαστικός
5 βραχύβιος
6 ημερόβιος
7 ολιγόζωος
8 μικρόβιος
9 πρόσκαιρος
10 εφήμερος
permalink
momentaneo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android