ItalianoGreco


mòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔro]

1 σκούρος άνθρωπος
2 νέγρος
3 αράπης
4 μαύρος
5 αραπλής
6 συκαμινιά
7 μουριά
8 άνθρωπος με σκούρα χαρακτηριστικά

mòro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔro]

1 αραπλής
2 μελαψός
3 μελάγχρους
4 μαυριδερός
5 μελαχρινός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---