moróso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]
1 υπερήμερος οφειλέτης
2 πολυαγαπημένος
3 πρόσωπο που καθυστερεί τα οφειλόμενα
4 ερημοδικών
5 εραστής
6 αγαπημένος
moróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]
1 υπερήμερος
2 καθυστερημένος (για πληρωμή)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]
1 υπερήμερος οφειλέτης
2 πολυαγαπημένος
3 πρόσωπο που καθυστερεί τα οφειλόμενα
4 ερημοδικών
5 εραστής
6 αγαπημένος
moróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]
1 υπερήμερος
2 καθυστερημένος (για πληρωμή)
permalink
moroso (ουσ αρσ )
moroso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android