ItalianoGreco


moróso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]

1 υπερήμερος οφειλέτης
2 πολυαγαπημένος
3 πρόσωπο που καθυστερεί τα οφειλόμενα
4 ερημοδικών
5 εραστής
6 αγαπημένος

moróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈroso], [moˈrozo]

1 υπερήμερος
2 καθυστερημένος (για πληρωμή)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---