mòto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]
η κίνηση, η μηχανή
mòto
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]
η μοτοσυκλέτα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]
η κίνηση, η μηχανή
mòto
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]
η μοτοσυκλέτα
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
mettere in moto = κινώ, βάζω εμπρός || mettersi in moto = βάζω μπρος
moto (ουσ αρσ )
moto (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android