ItalianoGreco


nocciòla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [notˈʧɔla]

ανοιχτό καστανό χρώμα

nocciòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [notˈʧɔla]

το φουντούκι

nocciòla  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [notˈʧɔla]

(colore) το φουντουκί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---