ItalianoGreco


nocciolìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [notʧoˈlina]

(arachide) η αραχίδα, το αράπικο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nocciolina [θηλ.] americana = το αράπικο φυστίκι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---