ItalianoGreco


occorrènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛntsa]

1 γεγονός
2 συμβάν
3 περιστατικό
4 ενδεχόμενο
5 περίσταση
6 περίπτωση
7 χρειώδες
8 απαίτηση
9 ανάγκη
10 αναγκαιότητα
11 χρεία
12 φτώχεια
13 νομοτέλεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---