occorrènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛntsa]
1 γεγονός
2 συμβάν
3 περιστατικό
4 ενδεχόμενο
5 περίσταση
6 περίπτωση
7 χρειώδες
8 απαίτηση
9 ανάγκη
10 αναγκαιότητα
11 χρεία
12 φτώχεια
13 νομοτέλεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [okkorˈrɛntsa]
1 γεγονός
2 συμβάν
3 περιστατικό
4 ενδεχόμενο
5 περίσταση
6 περίπτωση
7 χρειώδες
8 απαίτηση
9 ανάγκη
10 αναγκαιότητα
11 χρεία
12 φτώχεια
13 νομοτέλεια
permalink
occorrenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android