ItalianoGreco


oculàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlare]

προσοφθάλμιος φακός

oculàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlare]

1 οφθαλμικός
2 οπτικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


testimone [αρσ.] oculare = αυτόπτης μάρτυρας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---