oculàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [okuˈlato]
1 προφυλακτικός
2 προσεκτικός
3 φρόνιμος
4 κουμπωμένος
5 εφεκτικός
6 διστακτικός
7 οξύνους
8 πανέξυπνος
9 πανούργος
10 σύννους
11 επιφυλακτικός
12 προβλεπτικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [okuˈlato]
1 προφυλακτικός
2 προσεκτικός
3 φρόνιμος
4 κουμπωμένος
5 εφεκτικός
6 διστακτικός
7 οξύνους
8 πανέξυπνος
9 πανούργος
10 σύννους
11 επιφυλακτικός
12 προβλεπτικός
permalink
oculato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android