ItalianoGreco


oculàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okuˈlato]

1 προφυλακτικός
2 προσεκτικός
3 φρόνιμος
4 κουμπωμένος
5 εφεκτικός
6 διστακτικός
7 οξύνους
8 πανέξυπνος
9 πανούργος
10 σύννους
11 επιφυλακτικός
12 προβλεπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---