ItalianoGreco


oculatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okulaˈtettsa]

1 σύνεση
2 φρόνηση
3 προφύλαξη
4 φρονιμάδα
5 περίσκεψη
6 οξύνοια
7 εξυπνάδα
8 επιφυλακτικότητα
9 προσοχή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---