offuscàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offusˈkato]
1 θολωμένος
2 ανταριασμένος
3 συννεφιασμένος
4 σκυθρωπός
5 μελαγχολικός
6 κατσουφιασμένος
7 σκιασμένος
8 σκοτεινιασμένος
9 σκοτεινός
10 θολός
11 αμυδρός
12 μουντός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offusˈkato]
1 θολωμένος
2 ανταριασμένος
3 συννεφιασμένος
4 σκυθρωπός
5 μελαγχολικός
6 κατσουφιασμένος
7 σκιασμένος
8 σκοτεινιασμένος
9 σκοτεινός
10 θολός
11 αμυδρός
12 μουντός
permalink
offuscato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android