ItalianoGreco


off–shore, offshore  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔfˈʃɔr]

1 ο σε απόσταση από την παραλία
2 μεσοθαλάσσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---