offuscatóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]
1 συσκευή μείωσης έντασης φωτός
2 αυτός ή αυτό που επισκιάζει
3 αυτός ή αυτό που σκοτεινιάζει
offuscatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]
1 που επισκιάζει
2 που σκοτεινιάζει
3 που μειώνει την ένταση φωτός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]
1 συσκευή μείωσης έντασης φωτός
2 αυτός ή αυτό που επισκιάζει
3 αυτός ή αυτό που σκοτεινιάζει
offuscatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [offuskaˈtore]
1 που επισκιάζει
2 που σκοτεινιάζει
3 που μειώνει την ένταση φωτός
permalink
offuscatore (ουσ αρσ )
offuscatore (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android