ItalianoGreco


operabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [operabiliˈta]

1 δυνατότητα επεξεργασίας
2 κατάσταση ασθενούς που μπορεί να χειρουργηθεί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---