operànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [opeˈrante]
1 τελεσφόρος
2 εργαζόμενος
3 χειρουργικός
4 δυναμικός
5 λειτουργικός
6 ενεργητικός
7 ενεργός
8 δραστικός
9 αποτελεσματικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [opeˈrante]
1 τελεσφόρος
2 εργαζόμενος
3 χειρουργικός
4 δυναμικός
5 λειτουργικός
6 ενεργητικός
7 ενεργός
8 δραστικός
9 αποτελεσματικός
permalink
operante (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android