ItalianoGreco


ovattàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ovatˈtato]

1 μαλακωμένος
2 λαθραίος
3 φευγαλέος
4 φοδραρισμένος με βάτα
5 παραγεμισμένος
6 περιορισμένος ηχητικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---