parlamentàre
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
ο βουλευτής, η βουλευτίνα
parlamentàre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
βουλευτικός (-ή, -ό)
parlamentàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
1 αναπτύσσω θέμα
2 κανονίζω τους όρους
3 διαπραγματεύομαι
4 βρίσκομαι σε συνεννόηση για κάποιο θέμα
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
ο βουλευτής, η βουλευτίνα
parlamentàre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
βουλευτικός (-ή, -ό)
parlamentàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [parlamenˈtare]
1 αναπτύσσω θέμα
2 κανονίζω τους όρους
3 διαπραγματεύομαι
4 βρίσκομαι σε συνεννόηση για κάποιο θέμα
permalink
parlamentare (ουσ αρσ και θηλ.)
parlamentare (επίθ.)
parlamentare (ρ.αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android