ItalianoGreco


pasticcióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pastitˈʧone]

1 αλμπάνης
2 σκιτζής
3 αδέξιος τεχνίτης
4 τσαπατσούλης
5 ξυλοσκίστης
6 προχειρολόγος
7 αρπακολλατζής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---