pasticcióne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pastitˈʧone]
1 αλμπάνης
2 σκιτζής
3 αδέξιος τεχνίτης
4 τσαπατσούλης
5 ξυλοσκίστης
6 προχειρολόγος
7 αρπακολλατζής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pastitˈʧone]
1 αλμπάνης
2 σκιτζής
3 αδέξιος τεχνίτης
4 τσαπατσούλης
5 ξυλοσκίστης
6 προχειρολόγος
7 αρπακολλατζής
permalink
pasticcione (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android