ItalianoGreco


pazzerèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pattseˈrɛllo]

1 τρελάρας
2 θεότρελος
3 αλλοπρόσαλλος άνθρωπος

pazzerèllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pattseˈrɛllo]

1 τρελούτσικος
2 αλλοπρόσαλλος
3 εκκεντρικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---