ItalianoGreco


pàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpattso]

ο τρελός (-ή)

pàzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpattso]

τρελός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pazzo [αρσ.] da legare = ο τρελός γιά δέσιμο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---