ItalianoGreco


pensatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pensaˈtojo]

1 κέντρο κοινωνικών μελετών
2 ινστιτούτο μελετών και άποψης
3 συμβούλιο που συζητά γνώμες
4 ομάδα διαμόρφωσης γνώμης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---