ItalianoGreco


pènsile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛnsile]

εντοιχισμένο έπιπλο ή συσκευή

pènsile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛnsile]

1 αιωρούμενος
2 κρεμαστός
3 κρεμάμενος
4 αναρτημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---