ItalianoGreco


pensilìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pensiˈlina]

1 αμαξοστάσιο
2 οροφή σιδηροδρομικού σταθμού
3 αρθρωτή κρεμαστή οροφή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---