ItalianoGreco


perforatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]

1 διατρητική συσκευή
2 χειριστής διατρητικής συσκευής
3 διατρητική μηχανή

perforatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]

διατρητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---