perforatóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]
1 διατρητική συσκευή
2 χειριστής διατρητικής συσκευής
3 διατρητική μηχανή
perforatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]
διατρητικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]
1 διατρητική συσκευή
2 χειριστής διατρητικής συσκευής
3 διατρητική μηχανή
perforatóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtore]
διατρητικός
permalink
perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android