ItalianoGreco


perforazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perforatˈtsjone]

1 σουβλιά
2 τρήσις
3 τρυπανισμός
4 διάτρηση
5 διατρύπηση
6 τρυπάνισμα
7 τριβέλισμα
8 άνοιγμα τρύπας
9 τρύπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---