petulànza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [petuˈlantsa]
1 υπεροψία
2 οίηση
3 ξιπασιά
4 έπαρση
5 ακριτομυθία
6 αθυροστομία
7 αδιαντροπιά
8 αλαζονεία
9 θρασύτητα
10 θράσος
11 αυθάδεια
12 ιταμότητα
13 αναίδεια
14 προπέτεια
15 ξεδιαντροπιά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [petuˈlantsa]
1 υπεροψία
2 οίηση
3 ξιπασιά
4 έπαρση
5 ακριτομυθία
6 αθυροστομία
7 αδιαντροπιά
8 αλαζονεία
9 θρασύτητα
10 θράσος
11 αυθάδεια
12 ιταμότητα
13 αναίδεια
14 προπέτεια
15 ξεδιαντροπιά
permalink
petulanza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android