ItalianoGreco


pèzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛttso]

το κομμάτι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(άνθρωπος) essere a pezzi = είμαι χάλια! || (φαγητό) fare schifo = είμαι χάλια! || pezzi [αρσ. πλυθ.] di ricambio = τα ανταλλακτικά || pezzo [αρσ.] di ricambio = το ανταλλακτικό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---