ItalianoGreco


pianificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjanifikatˈtsjone]

1 προετοιμασία πλάνου
2 ετοιμασία σχεδίου υλοποίησης
3 σχεδιασμός
4 προγραμματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---