ItalianoGreco


pianificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pjanifiˈkare]

1 ετοιμάζω σχέδιο μελλοντικής υλοποίησης
2 μεθοδεύω
3 προκαθορίζω σχέδιο δράσης
4 προετοιμάζω πλάνο
5 σχεδιάζω ή εκτιμώ για το μέλλον
6 σχεδιάζω την υλοποίηση
7 σχεδιάζω
8 δημιουργώ πλάνα
9 προγραμματίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---