ItalianoGreco


pianificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pjanifikaˈtore]

1 σχεδιαστής πλάνου
2 προγραμματιστής έργου
3 προγραμματιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---