ItalianoGreco


pièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛno]

auto το φουλάρισμα

pièno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛno]

γεμάτος (-η, -ο), πλήρης (-ης, -ες)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a tempo pieno = με πληρή απασχόληση || in pieno giorno = μέρα μεσημέρι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---