ItalianoGreco


pivèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piˈvɛllo]

1 ανόητος
2 φαντασμένος νεαρός
3 άπειρος και χωρίς κατανόηση άνθρωπος
4 πρωτάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---