ItalianoGreco


pizzicàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkata]

1 κάψιμο
2 ποσότητα που πιάνει κανείς με δύο δάκτυλα
3 τσίμπημα
4 τσούξιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---