ItalianoGreco


pizzicàgnolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkaɲɲolo]

1 μπακάλης
2 πωλητής σε μαγαζί με λιχουδιές
3 χασάπης για γουρούνια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---