pizzichìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkino]
1 καυτερός
2 καυστικός
3 τσουχτερός
4 αναβράζων
5 καυτός
6 αεριούχος
7 αφρώδης (για κρασί)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkino]
1 καυτερός
2 καυστικός
3 τσουχτερός
4 αναβράζων
5 καυτός
6 αεριούχος
7 αφρώδης (για κρασί)
permalink
pizzichino (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android