ItalianoGreco


ponderóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pondeˈroso], [pondeˈrozo]

1 πολύμοχθος
2 χαλκέντερος
3 δύσκολος
4 επίμοχθος
5 σοβαρός
6 βαρυσήμαντος
7 κοπιαστικός
8 κοπιώδης
9 εργώδης
10 επίπονος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---