ItalianoGreco


prescrittibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preskrittibiliˈta]

1 πιθανότητα παραγραφής
2 δικαίωμα κτήσης λόγω μακροχρόνιας χρήσης
3 δυνατότητα περιγραφής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---