prescrìtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [presˈkritto]
1 θέσπισμα
2 δίκαιο
3 θεσμική εντολή
4 διάταξη
5 κανόνας
6 εντολή
7 διαταγή
8 διάταγμα
prescrìtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [presˈkritto]
1 ψυχαναγκαστικός
2 υποχρεωτικός
3 καθορισμένος
4 επιτακτικός
5 σταθερός
6 παραγεγραμμένος
7 προκαθορισμένος
8 αναγκαστικός
9 ιδρυθείς
10 επιβεβλημένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [presˈkritto]
1 θέσπισμα
2 δίκαιο
3 θεσμική εντολή
4 διάταξη
5 κανόνας
6 εντολή
7 διαταγή
8 διάταγμα
prescrìtto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [presˈkritto]
1 ψυχαναγκαστικός
2 υποχρεωτικός
3 καθορισμένος
4 επιτακτικός
5 σταθερός
6 παραγεγραμμένος
7 προκαθορισμένος
8 αναγκαστικός
9 ιδρυθείς
10 επιβεβλημένος
permalink
prescritto (ουσ αρσ )
prescritto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android