ItalianoGreco


puntèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [punˈtɛllo]

1 αντιστήριγμα
2 αντέρεισμα
3 έρεισμα
4 αντηρίς
5 στύλος
6 στήριξη
7 υποστήριγμα
8 κολόνα
9 στήλη
10 κολόνα υποστήριξης οροφής
11 κίονας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z