ItalianoGreco


puntigliosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [puntiʎʎosiˈta]

1 πεισματοσύνη
2 ξεροκεφαλιά
3 κόνξα
4 πεισμονή
5 χοντροκεφαλιά
6 πίκα
7 πεισμάτωμα
8 γινάτι
9 αδιαλλαξία
10 πείσμα
11 επιμονή
12 καπρίτσιο
13 ισχυρογνωμοσύνη
14 ινάτι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---