ItalianoGreco


rabbióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rabˈbjoso], [rabˈbjozo]

1 εξοργισμένος
2 αγανακτισμένος
3 ερεθισμένος
4 εξημμένος
5 φουριόζος
6 αγριεμένος
7 εξαγριωμένος
8 νευριασμένος
9 θυμωμένος
10 οργισμένος
11 μανιασμένος
12 μανιώδης
13 λυσσασμένος
14 αναστατωμένος
15 πειραγμένος
16 λυσσαλέος
17 παράφορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---