ItalianoGreco


ragguàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ragˈgwaʎʎo]

1 αναφορά
2 ενημέρωση
3 ισολογισμός
4 απολογισμός
5 πληροφόρηση
6 αντιπαραβολή
7 σύγκριση
8 παράθεση
9 παραβολή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---