ItalianoGreco


ragguardévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raggwarˈdevole]

1 αισθητός
2 αξιοπρόσεκτος
3 ακαταφρόνετος
4 διακεκριμένος
5 αξιοπαρατήρητος
6 αξιοσημείωτος
7 αντάξιος
8 αξιόλογος
9 άξιος
10 επάξιος
11 αξιέπαινος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---