ràschio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈraskjo]
1 βήξιμο για καθάρισμα του λαιμού
2 ξύσιμο
3 καθαρισμός με ξύσιμο
4 απόξεση
5 αποτριβή
6 ερεθισμός στο λαιμό
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈraskjo]
1 βήξιμο για καθάρισμα του λαιμού
2 ξύσιμο
3 καθαρισμός με ξύσιμο
4 απόξεση
5 αποτριβή
6 ερεθισμός στο λαιμό
permalink
raschio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android