ItalianoGreco


reattìvo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reatˈtivo]

1 αντιδραστήριο
2 ψυχολογικό τεστ

reattìvo
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reatˈtivo]

1 αντιδρών
2 ο της χημικής αντίδρασης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z