ItalianoGreco


reazionarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reattsjonaˈrizmo]

1 αντίδραση (πολιτική)
2 συντηρητισμός (πολιτικός)
3 αντιδραστικό σύστημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z