ItalianoGreco


riflèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛsso]

η αντανάκλαση

riflèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛsso]

1 κατάλληλος για αντανάκλαση
2 ανακλαστικός
3 αντανακλαστικός
4 ανακλώμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---